Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

PostHeaderIcon Οι Ουλεστάδες της Λευκάδας


   Τα Skata είναι το ιστορικό τμήμα της πόλης Γιάκομπσταντ της Φινλανδίας. Μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αι. κατοικούνταν από ναυτικούς. Τη δεκαετία του 1890 κατοικήθηκε κυρίως από εργάτες. Η ανεργία και η φτώχεια ανάγκασε αυτούς τους ανθρώπους να αναζητήσουν δουλειά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως του νότου. Στην Ελλάδα έφτασαν δώδεκα οικογένειες, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην αρχή στην περιοχή των αλυκών της πόλεως της Λευκάδος, κι αργότερα μέσα στα στενοσόκακά της.


   Όλοι εργάζονταν ως οικοδόμοι. Αποτέλεσαν μια κλειστή κοινωνία που διατήρησε τα ήθη και έθιμά της, αρνούμενη να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Οι Λευκαδίτες τους αποκαλούσαν «οι σκατιάρηδες», εξ αιτίας της καταγωγής τους καθώς και της ιδιαιτερότητάς τους να αφοδεύουν εκτός των σπιτιών τους.



   Μετά το 1910, πολλοί απ’ αυτούς καταπιάστηκαν με τις εκκενώσεις βόθρων και γενικά με υδραυλικές εργασίες αποχετεύσεων. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ένα επεισόδιο που αναφέρεται σε εφημερίδα της εποχής με τίτλο «τα σκατά σώζουν»: Κατά τη διάρκεια εργασιών απόφραξης των σωλήνων του βόθρου του Χριστόφορου Σκλαβενίτη, μία άτυχη οικιακή βοηθός, η οποία άπλωνε τα ασπρόρουχα στο μπαλκόνι, για άγνωστο λόγο, έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο κενό. Η γυναίκα ευτυχώς προσγειώθηκε στην ακάλυπτη δεξαμενή, που περιείχε λόφο περιττωμάτων ύψους τουλάχιστον 40 εκατοστών και –ώ, του θαύματος!– γλύτωσε αφού υπέστη μόνον μερικούς μώλωπες και γρατζουνιές.


    Πολλές φορές έχουμε ακούσει να αναφέρεται η φράση αν τα σκατά είχαν αξία, οι φτωχοί δεν θα είχαν κώλο. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, δημοσιεύτηκε μια πραγματεία του καθηγητή Δ. Μεσσήνη, «Περί της καταγωγής και ενασχόλησης των εν Λευκάδι Ουλεστάδων», όπως αποκαλούνταν οι συγκεκριμένοι μετανάστες 2ης πλέον γενιάς. Εκεί αναφέρεται ότι οι πρώτοι κάτοικοι του Γιάκομπσταντ είχαν ως κύριο επάγγελμά τους την περισυλλογή του κατσιπόρδου της φάλαινας. Όταν, δηλαδή, μια δυσκοίλια φάλαινα σταρολάσπωνε, το προϊόν του κόπου της, το οποίο ονομαζόταν ambergris και έμοιαζε με μαύρη πέτρα, συλλεγόταν από τους Ουλεστάδες. Η εν λόγω βουρβουλιά, που είχε σχήμα ωοειδές, αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα συστατικά που χρησιμοποιούσαν οι βιομηχανίες αρωμάτων και καλλυντικών. Το κόστος της ήταν πολύ μεγάλο, η δε παρασκευή της εξαιρετικά ασυνήθιστη. Συγκεκριμένα: η φάλαινα φυσητήρας, έχοντας πολλές φορές δυσκολία στη χώνεψη των σουπιών και καλαμαριών που καταπίνει, και ιδιαίτερα για να προστατευτεί από τα μυτερά τους κόκαλα, εκκρίνει μία ουσία που τα καλύπτει σαν κουκούλι και μετά τα αποβάλλει ως κόπρανα. Τα περιττώματα αυτά επέπλεαν για κάμποσο καιρό στη θάλασσα, μέχρι να αλιευτούν από τους ψαράδες. Κατόπιν αποξηραίνονταν και τελικά έπαιρναν μια μορφή παρόμοια με την ελαφρόπετρα, αλλά με κηρώδη υφή, πριν πουληθούν. 


   Εμπνευσμένος ο ποιητής μας Γεώργιος Σουρής από το εν λόγω δημοσίευμα, έγραψε τους «Μυρωμένους Στίχους» του; Τίποτε δεν απόμεινε στον κόσμο πια για μένα,/ όλα βρωμούν τριγύρω μου και φαίνονται χεσμένα. / Όλα σκατά γενήκανε και ο δικός μου κώλος, / σκατά εγίνηκε κι αυτός, σκατά κι ο κόσμος όλος. / Μόνο σκατά φυτρώνουνε στον τόπο αυτόν τον άγονο / κι όλοι χεσμένοι είμαστε, σκατάδες στο τετράγωνο. / Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε, / μα μόλις φύγει βλέπομε πως αποσκατωθήκαμε. / Σκατά βρωμάει τούτος ΄δω, σκατά βρωμά κι εκείνος, / σκατά βρωμάει το σκατό, σκατά βρωμά κι ο κρίνος. / Σκατά κι εγώ, μεσ’ τα σκατά και με χαρτί χεσμένο, / ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό προβάλλει σκατωμένο. / Σκατά τα πάντα θεωρώ και χωρίς πια να απορώ, / σκατά μασώ, σκατά ρουφώ, σκατά πάω να χέσω, / απ’ τα σκατά θα σηκωθώ και στα σκατά θα πέσω. / Όταν πεθάνω χέστε με, τα κόλλυβά μου φάτε / Και πάλι ξαναχέστε με και πάλι ξαναφάτε, / μα απ’ τα γέλια τα πολλά κοντεύω ν’ αρρωστήσω / και δεν μπορώ να κρατηθώ, μου φεύγουν από πίσω. / Σκατά ο μεν, σκατά ο δε, σκατά κι ο κόσμος όλος / κι απ’ το πολύ το χέσιμο μου πόνεσεν ο κώλος! 


Επίσης διάφορες παροιμίες έκαναν την εμφάνισή τους στην καθημερινή ζωή των Λευκαδίων, επ’ αφορμή του δημοσιεύματος. Σταχυολογούμε μερικές: Καράβι που αργεί, σκατά είναι φορτωμένο / Ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει / Παιδιά, σκατά και σύννεφα δεν πιάνονται / Πέρσι έχεσε, φέτος βρώμισε / Ο κουφός και ο κλανιάρης πάνε δίπλα στα νταούλια / Εδώ γαμούν αρσενικούς και συ γυρεύεις νύφη (το τελευταίο αφορά και άλλες κοινωνικές ομάδες, βέβαια).


   Μετά την κατασκευή του αποχετευτικού συστήματος στην χώρα της Λευκάδας, και με τον μαζικό ερχομό μεταναστών από άλλες χώρες, οι λίγοι εναπομείναντες ουλεστάδες, έπαψαν να εργάζονται στην οικοδομή και τα παρεμφερή επαγγέλματα και σταδιακά αναζήτησαν την τύχη τους εκτός νομού. Όθεν, αποτελεί απορίας άξιον το ποιος συνεχίζει την παράδοση της μαζικής αφόδευσης στα σοκάκια και τις δημοσιές της –ήδη, κι απ’ άλλες αιτίες– ευόσμου πόλεως (οι 3 στους 4, μάλιστα, δεν σκουπίζονται κιόλας!)

Ετικέτες

Αναγνώστες

Στατιστικά