Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

PostHeaderIcon Χ.Ψ.Α.



   Ένα μεσημέρι του περασμένου Αυγούστου, ο κ. Σπύρος, γνωστός Λευκαδίτης της διασποράς, επιστρέφοντας με την παρέα του από τον Άγιο Νικήτα, είχε τη φαεινή ιδέα να κάτσουν για φαΐ στους σε μια ταβέρνα στους Τσουκαλάδες.
   Αφού τακτοποιήθηκαν, ήρθε ο ιδιοκτήτης να πάρει παραγγελία. Βλέποντας ο κ. Σπύρος στον κατάλογο το όνομα του αγορανομικού υπεύθυνου, τον ρώτησε: «Εσείς είστε ο ιδιοκτήτης;» Όταν πήρε καταφατική απάντηση τον ξαναρώτησε αν έχει καμιά συγγένεια με τον Τζίμη τον Ροντογιάννη. Ο καταστηματάρχης του απάντησε αρνητικά, όμως μια μικρή σπίθα φάνηκε να περνά από το βλέμμα του.



   Ο κ. Σπύρος, περιχαρής που για άλλη μια φορά έθεσε τις βάσεις για μια γόνιμη γενεαλογική συζήτηση, συνέχισε: «Ξέρεις… τον Τζίμη τον Ροντογιάννη, μωρέ, του Ζέπου…». «Όχι», απάντησε κοφτά ο ταβερνιάρης, ο οποίος είχε ως πρώτη προτεραιότητα να γράψει την παραγγελία. Ο κ. Σπύρος, όμως, δεν ήταν αποφασισμένος να δώσει τέλος στον διάλογο κι έτσι απτόητος επέμεινε: «…που έχει την αυτή… τη Ροντογιάννη στην Αγία Παρασκευή;» «Όχι», επανέλαβε ο δυστυχής καταστηματάρχης, που άρχισε να εκνευρίζεται, επειδή δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί για να καταγράψει τα κυρίως πιάτα που κατά ριπάς παράγγελναν τα λοιπά γυναικόπαιδα φωνάζοντας ταυτόχρονα όλοι μαζί.
   Μετά από παύση λίγων δευτερολέπτων, για την ανασύνταξη των δυνάμεών του, ο κ. Σπύρος επανέκαμψε: «Από ποιο Ροντογιαννέικο είσαι, μωρέ; Μπας κι είσαι απ’ το σόι του Πάνου του Ροντογιάννη, του Γιώργου ή του Στάθη του Ροντογιάννη. Αλλά τι λέω, αυτοί έμεναν μέσα στη Λευκάδα. Εσύ από δω είσαι, απ’ τους Τσουκαλάδες;» «Ναι», του απάντησε λακωνικά ο άλλος, που συνέχιζε να γράφει στο τεφτέρι του σαλάτες και πατάτες. «Τον Νώντα τον Ροντογιάννη τον ξέρεις;» επανήλθε ο κ. Σπύρος. «Ποιόν Νώντα», ενδιαφέρθηκε προς στιγμήν ο ταβερνιάρης. «Που ’ταν με τον Άγγελο τον Ροντογιάννη ξαδέρφια». «Όχι», τον διέκοψε ο ταβερνιάρης, «εγώ ήξερα τον Ναπολέων!»



   Όσο προχωρούσε η ώρα και εξαντλούνταν οι Ροντογιάννηδες από τη βάση δεδομένων του, τον κ. Σπύρο τον έζωναν τα φίδια. Για να αρθεί το αδιέξοδο προσπάθησε να προσεγγίσει το αντικείμενο από άλλη οδό. «Και δε μπορεί… Δεν είσαι και πολύ μικρότερός μου… Του πόσο είσαι; Εγώ είμαι του ’56», ρώτησε. «Του 1959 γεννηθείς», απάντησε ο μαγαζάτορας, έχοντας το θολό βλέμμα της αδράνειας. «Δε σου είπα! Σχεδόν συνομίληκοι. Κατέβαινες καθόλου Λευκάδα;» ρώτησε ο κ. Σπύρος. «Πως αμέ!», απάντησε ο άλλος με βελτιωμένη πλέον διάθεση αφού η παραγγελία είχε ολοκληρωθεί, «Ποιανού είσαι συ, μωρέ;» Επιτέλους τον είχε φέρει στα νερά του! Το άτομο αντέδρασε!
   «Τον μπάρμπα-Αντρέα τον  θυμάσαι; Που ’χε τα γλυκά στο στενό του Ρεγάντου», ρώτησε ο κ. Σπύρος. «Ναι», ήρθε η απάντηση αλλά το βλέμμα ήταν διερευνητικό. «Ε, απέναντι είχε το μαγαζάκι του ο πατέρας μου!» τον βοήθησε ο κ. Σπύρος που είχε αρχίσει να απελπίζεται ότι το αδιέξοδο είναι πολύ κοντά πλέον. Ο άλλος σιωπούσε, αλλά χωρίς να του έχει φύγει η ελπίδα από το βλέμμα. Ελπίδα, ότι δεν μπορεί, πολύ σύντομα θα θυμηθεί. «Τον Πολυνίκη τον θυμάσαι;» συνέχισε την προσπάθεια ο κ. Σπύρος, «Που ήταν ίδια σειρά και πολύ φίλοι με τον Αντώνη τον Καρνάγιο;»




   Εκεί ακριβώς το μάτι του ταβερνιάρη άστραψε! Το πρόσωπό του φωτίστηκε και ένα βαθύ χαμόγελο απλώθηκε απ’ το ένα αυτί στο άλλο. Η αρχική σπίθα ξανάκανε την εμφάνισή της στο ύφος του. Και τότε γυρίζει και με περισσή αυτοπεποίθηση λέει στον κ. Σπύρο, που τον είχε φάει η αγωνία: «Μωρέ, δε μου λες, Λευκαδίτης είσαι;»

Άρθρα

Ετικέτες

Αναγνώστες

Στατιστικά